προεδρικός

προεδρικός
presidential

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεδρικός — ή, ό / προεδρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόεδρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο (α. «προεδρικό μέγαρο» μέγαρο όπου στεγάζεται ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας και το προσωπικό τής προεδρίας β. «γραφάς παρανόμων... καὶ προεδρικὴν καὶ ἐπιστατικήν»,… …   Dictionary of Greek

  • προεδρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο: Προεδρικό μέγαρο. – Προεδρικό διάταγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ο 1. ιδιαίτερο κάθισμα, συνήθως για επισήμους: Προεδρικός θώκος. 2. αξίωμα: Κατέλαβε τον υπουργικό θώκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”